δυσπέρατος

δυσπεριάγωγος

δυσπεριγένητος
δυσ·περιάγωγος, ος, ον [] qui exécute difficilement les mouvements tournants, qui évolue difficilement, Arr. Tact. 16, 8.
Étym. δ. περιαγωγή.