Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσπεριάγωγος
δυσπεριγένητος
δυσπερικαθαίρετος
δυσ·περιγένητος,
ος, ον
[
ῐ
] difficile à surmonter,
Phil.
1, 621
.
Étym.
δ. περιγίγνομαι
.