δυσπεριγένητος

δυσπερικαθαίρετος

δυσπερίληπτος
δυσ·περικαθαίρετος, ος, ον [ῐᾰ] difficile à enlever tout autour, Th. H.P. 5, 1, 1.
Étym. δ. περικαθαιρέω.