Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσπερινόητος
δυσπεριόριστος
δυσπερίτρεπτος
δυσ·περιόριστος,
ος, ον,
difficile à définir,
Rhét.
8, 421 W.
Étym.
δ. περιορίζω
.