Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσπεριόριστος
δυσπερίτρεπτος
δυσπερίψυκτος
δυσ·περίτρεπτος,
ος, ον,
difficile à renverser,
Gal.
4, 353 ;
12, 24
.
Étym.
δ. περιτρέπω
.