δυσπετής

δυσπετῶς

δυσπεψία
δυσπετῶς, adv. difficilement, Eschl. Pr. 752 ||
Cp. -εστέρως, Hpc. 456, 22 ||
E Ion. δυσπετέως, Hdt. 3, 107.
Étym. δυσπετής.