δυσπορία

δυσπόριστος

δύσπορος
δυσ·πόριστος, ος, ον, qu’on se procure difficilement, DH. 1, 37 ; Plut. M. 156f ; τὸ δ. Plut. Sol. 23, le manque.
Étym. δ. πορίζω.