δυσπραγής

δυσπραγία

δυσπραγμάτευτος
δυσπραγία, ας () [ᾱγ] revers, malheur, Ant. 120, 12 ; Pol. 3, 103, 2 (var. ἀπραγ-) ; cf. Poll. 3, 99.
Étym. δυσπραγής.