δυσπραγέω-ῶ

δυσπραγής

δυσπραγία
δυσ·πραγής, ής, ές [] malheureux dans ses entreprises, Ps.-Plut. V. Hom. 2 207, p. 453, 14 (var. δυσπονής).
Étym. δ. πράσσω.