δυσπρόπτωτος

δυσπρόσϐατος

δυσπρόσδεκτος
δυσ·πρόσϐατος, ος, ον [] d’accès difficile, Thc. 4, 129 ; DC. 56, 12.
Étym. δ. προσϐαίνω.