δυσπρόσϐατος

δυσπρόσδεκτος

δυσπροσήγορος
δυσ·πρόσδεκτος, ος, ον :
1 qu’on admet avec peine, désagréable, fâcheux, Plut. M. 39d, 100d ||
2 qui admet avec peine, gén. M. Ant. 1, 5.
Étym. δ. προσδέχομαι.