δυσπρόσμαχος

δυσπρόσοδος

δυσπρόσοιστος
δυσ·πρόσοδος, ος, ον, d’un abord difficile, Thc. 5, 65 ; Pol. 1, 26, 10 ; Plut. Popl. 10 ; en parl. de pers. Thc. 1, 130 ; Xén. Ages. 9, 2 ; DC. 34, 4.