δυσπρόσοδος

δυσπρόσοιστος

δυσπρόσοπτος
δυσ·πρόσοιστος, ος, ον, peu abordable, intraitable, Soph. O.C. 1277.
Étym. δ. προσοίσομαι, fut. de προσφέρομαι.