Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσπροσόρμιστος
δυσπρόσορμος
δυσπροσπέλαστος
δυσ·πρόσορμος,
ος, ον,
c. le préc.
Scymn.
726
.
Étym.
δ. προσορμέω
.