δυσπρόσοπτος

δυσπροσόρμιστος

δυσπρόσορμος
δυσ·προσόρμιστος, ος, ον, où l’on aborde difficilement, Pol. 1, 37, 4 ; DS. 1, 31 ; 20, 74.
Étym. δ. προσορμίζω.