Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δύσρευστος
δύσρηκτος
δύσρητος
δύσ·ρηκτος,
ος, ον,
c.
δυσραγής,
DC.
62, 8
.
Étym.
δ. ῥήγνυμι
.