δύσρηκτος

δύσρητος

δυσριγής
δύσ·ρητος, ος, ον :
1 indicible, D. Phal. § 326 ||
2 difficile à prononcer, Gal. 8, 594, 595 ; 13, 359.
Étym. δ. *ἔρω.