δυσσεϐέως

δυσσέϐημα

δυσσεϐής
δυσσέϐημα, ατος (τὸ) acte d’impiété, DH. 3, 1409 Reiske ; Spt. 2 Macc. 12, 3.
Étym. δυσσεϐέω.