δύω

δυώδεκα

δυωδεκάϐοιος
δυώδεκα [ῠᾰ] poét. et ion. c. δώδεκα, Il. 2, 637 ; Od. 4, 747 ; Hdt. 1, 16, 147, etc. ; Pd. N. 4, 28.