δυωκαίδεκα

δυωκαιεικοσίμετρος

δυωκαιεικοσίπηχυς
δυωκαιεικοσί·μετρος, ος, ον [ῠῐ] qui contient 22 mesures (vase) Il. 23, 264.
Étym. épq. c. δυοκαι-.