δυωκαιεικοσίμετρος

δυωκαιεικοσίπηχυς

δῶ
δυωκαιεικοσί·πηχυς, υς, υ [ῠῐ] de 22 coudées, Il. 15, 678.
Étym. épq. c. δυοκαι-.