δηϊάασκον

δηϊάλωτος

Δηϊάνειρα
δηϊ·άλωτος, ος, ον [] pris à la guerre, Eur. Andr. 5 ||
E Par contr. δῃάλωτος, Eschl. Sept. 72.
Étym. δήϊος, ἁλῶναι.