δημιουργέω-ῶ

δημιούργημα

δημιουργία
δημιούργημα, ατος (τὸ) ouvrage manuel, DH. Comp. 1 ; Ath. 497b ; d’où en gén. ouvrage fait de main d’homme, Zaleuc. (Stob. 279, 20).
Étym. δημιουργέω.