Δημοκλῆς

δημόκοινος

δημοκόλαξ
δημό·κοινος, ου () exécuteur public, bourreau (cf. κοινὸς δήμιος, v. δήμιος) Soph. fr. 869 ; Ant. 113, 33 ; Isocr. 361d.
Étym. δῆμος, κοινός.
δημό·κοινος, ος, ον, vil, grossier, Lyc. (Ath. 420c).
Étym. cf. le préc.