Δημοκράτης

δημοκρατία

Δημοκρατίδης
δημοκρατία, ας () [ᾰτ] gouvernement populaire, démocratie, Thc. 1, 115 ; 2, 37, etc. ; Ant. 146, 39 ; And. 12, 42 ; Arstt. Pol. 3, 7, 5, etc. ||
E Ion. -ίη, Hdt. 6, 43.
Étym. δῆμος, κράτος.