Δημόκριτος

δημόλευστος

Δημολέων
δημό·λευστος, ος, ον, lapidé par le peuple, Lyc. 331 ; δ. φόνος, Soph. Ant. 36, mort d’un supplicié lapidé par le peuple.
Étym. δῆμος, λεύω.