δημότερος

δημοτερπής

δημοτεύομαι
δημο·τερπής, ής, ές, qui charme le peuple, populaire, seul. au cp. -έστερος, DH. Rhet. 1, 8 ; et au sup. -έστατος, Plat. Min. 321a.
Étym. δῆμος, τέρπω.