Δημοτέλης

δημότερος

δημοτερπής
δημότερος, α, ον :
1 du peuple, plébéien, A. Rh. 1, 738 ; 3, 606 ||
2 public, commun, Anth. 9, 415 ; p. opp. à ἴδιος, Anth. 9, 693.
Étym. δῆμος.