δυωκαιεικοσίπηχυς

δῶ

δώδεκα
δῶ (τὸ) épq. p. δῶμα, seul. nom. Od. 1, 392, et acc. Il. 1, 426 ; Od. 1, 176, etc., ou p. δώματα, Hés. Th. 933.
Étym. indo-europ. *dōm, maison ; cf. δόμος, δῶμα.
δῶ, δῷς, δῷ, sbj. ao. 2 de δίδωμι.
δῶ, v. δέω.