δωδεκαδάκτυλος

δωδεκάδαρχος

δωδεκάδραχμος
δωδεκάδ·αρχος, ου () [ᾰδ] commandant de douze hommes, Xén. Cyr. 3, 3, 11.
Étym. δωδεκάς, ἄρχω.