δωδεκάγωνον

δωδεκαδάκτυλος

δωδεκάδαρχος
δωδεκα·δάκτυλος, ος, ον [κᾰῠ]
1 de douze doigts, Apd. pol. 34 ||
2 ἡ δ. avec ou sans ἔκφυσις, le duodénum, intestin, Hérophil. (Gal. 7, 511) ; Gal. 4, 173.
Étym. δ. δάκτυλος.