δωδεκάμηνος

δωδεκαμήχανος

δωδεκαμναῖος
δωδεκα·μήχανος, ος, ον [ᾰχᾰ]
1 qui connaît douze postures, Ar. Ran. 1327 ; Plat. com. 2-2, 661 ||
2 qui parcourt les douze constellations, Eur. fr. 755.
Étym. δ. μηχανή.