δωδεκαμήχανος

δωδεκαμναῖος

δωδεκαόργυιος
δωδεκαμναῖος, ος, ον, de douze mines : δ. πετροϐόλος, Phil. byz. Bel. baliste ou pierrier à boulet de douze mines (= 4,836 kg).
Étym. δ. μνᾶ.