δωδεκαμναῖος

δωδεκαόργυιος

δωδεκάπαλαι
δωδεκα·όργυιος, ος, ον, de douze brasses, Héron vol. 1, p. 190 F. Hultsch, Metrologicorum scriptorum reliquiæ.
Étym. δ. ὄργυια.