δωδεκάσκυτος

δωδεκαστάδιος

δωδεκαστάσιος
δωδεκα·στάδιος, ος, ον [τᾰ] de douze stades, Str. 398 ; Posidon. (Ath. 152d).
Étym. δ. στάδιον.