δωδεκαστάδιος

δωδεκαστάσιος

δωδεκάστεγος
δωδεκα·στάσιος, ος, ον [τᾰ] qui pèse douze fois autant, Plat. Hipparch. 231d.
Étym. δ. στατός de ἵστημι.