δωδεκάστεγος

δωδεκασύλλαϐος

δωδεκαταῖος
δωδεκα·σύλλαϐος, ος, ον [ᾰᾰ] de douze syllabes, Héph. 10, 8 ; 14, 6.
Étym. δ. συλλαϐή.