δωδεκασύλλαϐος

δωδεκαταῖος

δωδεκατημόριος
δωδεκαταῖος, α, ον [] qui vient ou se fait le 12e jour, Plat. Rsp. 614b ; Th. H.P. 7, 1, 3 ; Thcr. Idyl. 2, 156.
Étym. δώδεκα.