δωδεκατημόριος

δωδέκατος

δωδεκαφόρος
δωδέκατος, η, ον [] douzième, Il. 1, 425, etc. ; Od. 4, 747 ; Soph. Tr. 825 ; Plat. Leg. 758b, etc.
Étym. δώδεκα.