δωδεκαταῖος

δωδεκατημόριος

δωδέκατος
δωδεκατη·μόριος, ος, ον []
I adj. divisé en douze parts, Man. 4, 167 ||
II subst. τὸ δ.
1 un douzième, Plat. Leg. 848c ||
2 un des douze signes du zodiaque, Ptol. Tetr. 93, etc.
Étym. δωδέκατος, μόριον.