Δωρόθεος

δωροκοπέω-ῶ

δωροκοπία
δωρο·κοπέω-ῶ, chercher à corrompre par des présents, Spt. 3 Macc. 4, 19 ; Aqu. Ezech. 16, 33 (impf. ἐδωροκόπεις) ; Spt. Eccl. 35, 11.
Étym. δῶρον, κόπτω.