ἐαρινός

ἐαροτρεφής

ἐαρόχροος
ἐαρο·τρεφής, ής, ές [] nourri par le printemps, printanier, Orph. Lith. 610 ; Mosch. 2, 67 (ἔαρ 1, τρέφω).