ἐχινέες

ἐχινομῆτραι

ἐχινόπους
ἐχινο·μῆτραι, ῶν (αἱ) sorte de hérissons de mer, Arstt. H.A. 4, 5, 2.
Étym. ἐχῖνος, μήτρα.