ἐχινομῆτραι

ἐχινόπους

ἐχῖνος
ἐχινό·πους, gén. -ποδος () pied de hérisson, sorte de chardon, plante, Ath. 97d ; Poèt. (Plut. M. 44e).
Étym. ἐχῖνος, πούς.