Ἐχινοῦς

ἐχινώδης

ἐχιόδηκτος
ἐχινώδης, ης, ες []
1 semblable à un hérisson, Arstt. Mir. 27 ||
2 hérissé, Str. 545.
Étym. ἐ. -ωδης.