ἐχινώδης

ἐχιόδηκτος

ἔχιον
ἐχιό·δηκτος, ος, ον, mordu par une vipère, Str. 588 ; Diosc. 1, 12 ; 3, 91 ; Geop. 12, 30, 1 ; 13, 8, 9.
Étym. ἔχις, δάκνω.