ἐχθρικός

ἐχθροδαίμων

ἐχθρόξενος
ἐχθρο·δαίμων, ων, ον, gén. ονος, haï des dieux, d’où infortuné, Soph. O.R. 816.
Étym. ἐχθρός, δαίμων.