ἐχθροδαίμων

ἐχθρόξενος

ἐχθροποιέω-ῶ
ἐχθρό·ξενος, ος, ον, hostile aux étrangers, inhospitalier, Eschl. Pr. 727 ; Sept. 606, 621 ; Eur. Alc. 558.
Étym. ἐχθρός, ξένος.