ἐχθρόξενος

ἐχθροποιέω-ῶ

ἐχθροποιός
ἐχθροποιέω-ῶ, rendre ennemi, App. Civ. 5, 60 ; Télès (Stob. Fl. 93, 31 conj.).
Étym. ἐχθροποιός.