ἐγερσίϐροτος

ἐγερσίγελως

ἐγερσιθέατρος
ἐγερσί·γελως, gén. ωτος (ὁ, ἡ) [] qui excite le rire, Anth. 11, 60.
Étym. ἐγείρω, γέλως.